Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έναψις — ἔναψις, η (Α) σύνδεση, δέσιμο, πρόσδεση … Dictionary of Greek
ἐνάψεσι — ἔναψις attachment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάψεων — ἐνάψεω̆ν , ἔναψις attachment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)